μόναυλος

From LSJ
Revision as of 19:15, 16 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόναυλος Medium diacritics: μόναυλος Low diacritics: μόναυλος Capitals: ΜΟΝΑΥΛΟΣ
Transliteration A: mónaulos Transliteration B: monaulos Transliteration C: monavlos Beta Code: mo/naulos

English (LSJ)

ὁ, (αὐλός) A player on the single flute, Hedyl. ap.Ath.4.176c. 2 μόναυλος (sc. κάλαμος), ὁ, flute, S.Fr.241, Anaxandr.18, cf. 51, Arar.13. II as adjective Pass., played on a single flute, μόναυλον μέλος Sopat.2.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, eine Art Flöte, bes. in Alexandrien, die vielleicht nur einen Ton angab, Ath. IV, 175, mit Belegen aus Soph. u. den comic.; auch τὸ μόναυλον μέλος, aus Sopat., vgl. Poll. 4, 75.

Greek (Liddell-Scott)

μόναυλος: ὁ, (αὐλὸς) ὁ παίζων ἐπὶ ἑνὸς μόνου αὐλοῦ, αὐλητής, Ἡδύλος παρ’ Ἀθην. 176C. 2) μόναυλος, (ἐξυπακ. κάλαμος), ὁ, αὐλός, «φλογέρα», μόναυλον ηὔλουν Ἀναξανδρ. ἐν «Θησεῖ» 2, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Φιαλοφόρῳ» 1, Ἀραρὼς ἐν «Πανὸς γοναῖς» 1· οἱ αὐλοὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἦσαν διπλοῖ, ἴδε αὐλός. ΙΙ. ὡς παθ. ἐπίθετ., ὁ παιζόμενος ἐπὶ ἑνὸς μόνου αὐλοῦ, μόναυλον μέλος Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 176Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait un solo de flûte;
2 qui chante ou joue sur un seul ton ; subst.μόναυλος sorte de flûte égyptienne.
Étymologie: μόνος, αὐλός.

Greek Monolingual

μόναυλος, ὁ (Α)·1. αυτός που παίζει με έναν μόνο αυλό
2. είδος αυλού
3. ως επίθ. μόναυλος -ον
αυτός που παίζεται με έναν μόνο αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + αὐλός (πρβλ. δί-αυλος)].

Greek Monotonic

μόναυλος: ὁ, αυτός που παίζει μονό (από ένα καλάμι) αυλό, σε Αθήν.

Middle Liddell

μόναυλος, ὁ,
a player on the single flute, Ath.