κατάρης

From LSJ
Revision as of 18:40, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρης Medium diacritics: κατάρης Low diacritics: κατάρης Capitals: ΚΑΤΑΡΗΣ
Transliteration A: katárēs Transliteration B: katarēs Transliteration C: kataris Beta Code: kata/rhs

English (LSJ)

ἄνεμος, , a wind A rushing from above, Alc.135, Sapph. 160 (v.l. κατώρης).

German (Pape)

[Seite 1374] ἄνεμος, Sappho frg. 99, von καταίρω, ein niederfahrender Sturmwind, nach Eust. 603, 35 διὰ τὸ κατωφερῆ ὁρμὴν ἔχειν.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρης: ἄνεμος, ὁ, ἄνωθεν ὁρμῶν ἄνεμος, «τὸ συνεστραμμένον πνεῦμα καὶ καταράσσον διὰ τὸ κατωφερῆ ὁρμὴν ἔχειν», τυφὼν Ἀλκαῖ. (131) καὶ Σαπφὼ παρ’ Εὐστ. 603. 35. (Ἕτεροι γράφουσι κατάρτης ἐκ τοῦ καταίρω).

Greek Monolingual

κατάρης και κατώρης, ὁ (Α)
φρ. «κατάρης ἄνεμος» — ο άνεμος που φυσάει ορμητικά προς τα κάτω, ο τυφώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κατώρης].

Russian (Dvoretsky)

κᾰτάρης: v.l. κατάρτης (τᾱ) ὁ срывающийся сверху, бурно налетающий (ἄνεμος Sappho).