στυφός

From LSJ
Revision as of 18:44, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡφός Medium diacritics: στυφός Low diacritics: στυφός Capitals: ΣΤΥΦΟΣ
Transliteration A: styphós Transliteration B: styphos Transliteration C: styfos Beta Code: stufo/s

English (LSJ)

ή, όν, astringent, οἶνος Gp.6.11.2 (Comp.), but σ. οἶνος,= viscidus, Gloss., and so perhaps Gp.l.c.: metaph., Νεμέσεως ἀστὴρ . . τῇ γεύσει σ. Vett.Val.2.23.

German (Pape)

[Seite 960] = στυφρός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στῡφός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
âcre, acerbe ; astringent.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στυφός, -ή, -όν, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα
2. μτφ. α) δυσάρεστος
β) δυσαρεστημένος
αρχ.
μτφ. αυστηρός.

Russian (Dvoretsky)

στῡφός: v.l. στύφος 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).