ἀχάρακτος

From LSJ
Revision as of 15:04, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχᾰ́ρακτος Medium diacritics: ἀχάρακτος Low diacritics: αχάρακτος Capitals: ΑΧΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: acháraktos Transliteration B: acharaktos Transliteration C: acharaktos Beta Code: a)xa/raktos

English (LSJ)

[χᾰ], ον, not marked or not branded, κάμηλος BGU13.8 (iii A. D.); unstamped, not stamped, Ath.Mitt.33.384 (Pergam.); of ships, without emblem or without figurehead, without imprint, PLille22.6; not graven or not cut, unincised, Nonn.D. 13.84; that cannot be cut, σιδήρῳ γυῖα φέρεις ἀχάρακτα = but if steel fails to hurt your members ib.16.158, cf. 26.242.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no marcado a fuego κάμηλος, πῶλος Stud.Pal.22.17.9 (I/II d.C.), BGU 13.8 (III d.C.), cf. Nonn.D.2.406
gener. no marcado ἀχάρακτον ... ῥόον ὁπλαῖς curso de agua no marcado por los cascos de los caballos, Nonn.D.39.13, por dardos o flechas δέμας Nonn.D.13.497
esp. sin la marca de la barba, lampiño de mozos ἀχάρακτα γενειάδος ἄκρα Nonn.D.25.324, ὑπήνη Nonn.D.13.84, 45.121.
2 de rasgos no definidos, indefinido, informe de la piedra de Crono, Nonn.D.25.554, κρηπίς de una cueva, Nonn.D.17.41, de la sombra que sigue al hombre, Nonn.D.29.170.
II que no puede ser marcado o tocado εἰ δὲ σιδήρῳ γυῖα φέρεις ἀχάρακτα Nonn.D.16.158, cf. 36.39.

German (Pape)

[Seite 417] nicht eingeschnitten, nicht ausgeprägt, ὀπωπή Nonn. Ioan. 9, 5; ὑπήνη D. 13, 84.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάρακτος: -ον, ὁ μὴ κεχαραγμένος, Νόνν. Δ. 13. 84., 16. 158, κτλ.

Greek Monolingual

και αχάραχτος και αχάραγος, -η, -ο (AM ἀχάρακτος, -ον)
1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαραχτεί
2. εκείνος που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα επάνω του
3. (για άστρο ή την ημέρα) αυτός ο οποίος δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει ακόμηἀχάρακτος ἀστήρ», «αχάραγη μέρα»)
αρχ.
1. (για πλοίο) χωρίς ζωγραφισμένες ή γλυπτές μορφές στην πλώρη
2. άτρωτος από σίδερο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) αχάραγα
πριν χαράξει, πριν ξημερώσει.