περίπλεκτος

From LSJ
Revision as of 14:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλεκτος Medium diacritics: περίπλεκτος Low diacritics: περίπλεκτος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: períplektos Transliteration B: periplektos Transliteration C: periplektos Beta Code: peri/plektos

English (LSJ)

ον, intertwining, crossing, of the feet of dancers, Theoc.18.8 (nisi leg. περίπλικτος).

German (Pape)

[Seite 587] umflochten, verschlungen, von den Füßen der Tanzenden, Theocr. 18, 8, v.l. περίπλικτος.

Greek (Liddell-Scott)

περίπλεκτος: -ον, ὁ περιπλεκόμενος, ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Θεόκρ. 18. 8 (διάφ. γραφ. περίπλικτος, ἴδε ἐν λέξ. περιπλίσσομαι).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entrelacé, enlacé.
Étymologie: περιπλέκω.

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλέκω
(για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ' ἄρα πᾶσαι ἐς ἕν μέλος ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

περίπλεκτος: -ον, περιπλεκόμενος, διασταυρωμένος, λέγεται για τα πόδια των χορευτών, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

περίπλεκτος: v.l. περίπλικτος 2 и πὲρ εἱλικτός сплетенный, скрещенный (πόδες Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπλεκτος -ον [περιπλέκω] verstrengeld:. ποσσὶ περιπλέκτοις met hun voeten verweven (bij de dans) Theocr. Id. 18.8.

Middle Liddell

περίπλεκτος, ον,
intertwining, crossing, of the feet of dancers, Theocr. [from περιπλέκω