γάλαξ
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ακος, ἡ, a kind of shellfish, prob. Mactra lactea, Arist.HA 528a23.
German (Pape)
[Seite 471] γάλακες, αἱ, eine glatte Muschel, Arist. H. A. 4, 4, v.l. γαλάδες.
Greek (Liddell-Scott)
γάλαξ: ἡ, εἶδος μαλακοστράκου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 4. 6.
Spanish (DGE)
v. γάλα.
-ακος, ἡ
ict. un molusco quizá Spisula subtruncata da Costa, Arist.HA 528a23.
Greek Monolingual
γάλαξ, η (Α)
είδος οστρακόδερμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα, ονομασία που οφείλεται στο χρώμα του].
Russian (Dvoretsky)
γάλαξ: ᾰκος ὁ галак (моллюск, предполож. из класса пластинчато-жаберных) Arst.