σταιτίτης

From LSJ
Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταιτίτης Medium diacritics: σταιτίτης Low diacritics: σταιτίτης Capitals: ΣΤΑΙΤΙΤΗΣ
Transliteration A: staitítēs Transliteration B: staititēs Transliteration C: staititis Beta Code: staiti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,= σταίτινος, Epich.52, Sophr.28.

German (Pape)

[Seite 928] ὁ, = σταίτινος, bes. ein Kuchen aus Weizenmehl; Epicharm. bei Ath. III, 110 b, vgl. XIV, 646 b; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σταιτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 110Β.

Greek Monolingual

και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α
1. ο σταίτινος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου
3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῦς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].