χοϊκός

From LSJ
Revision as of 11:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοϊκός Medium diacritics: χοϊκός Low diacritics: χοϊκός Capitals: ΧΟΪΚΟΣ
Transliteration A: choïkós Transliteration B: choikos Transliteration C: choikos Beta Code: xoi+ko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χοῦς B) A of earth or clay, 1 Ep.Cor.15.47; κόνις Ph. 2.673. II of the age to take part in the festival of χόες, IG3.1342.

German (Pape)

[Seite 1361] von Schutt, von Erde, Lehm, N. T.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait de terre.
Étymologie: χόος².

Greek (Liddell-Scott)

χοϊκός: -ή, -όν, (χοῦς Β) ὁ ἐκ χώματος, ἐκ γῆς, ὡς τὸ γήϊνος, πήλινος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 47, Κλήμ. Ἀλ. 981, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 613. ΙΙ. ἴδε χοῦς (Α) ἐν τέλει.

English (Strong)

from χόος; dusty or dirty (soil-like), i.e. (by implication) terrene: earthy.

English (Thayer)

χοικη χοικον (χοῦς, which see), made of earth, earthy: γυμνοί τούτους τοῦ χοϊκοῦ βαρους, Anon. in Walz, Rhett. i., p. 613,4; (Hippolytus haer. 10,9, p. 314,95).)

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ [χοῦς (II)]
φτειαγμένος από χώμα, από πηλό («ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός», ΚΔ)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται σε ηλικία κατάλληλη για να πάρει μέρος στην εορτή τών Χοών
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ χοϊκαί
πιθ. η εορτή τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.

Greek Monotonic

χοϊκός: -ή, -όν (χοῦς Β), αυτός που προέρχεται από τη γη ή το χώμα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

χοϊκός: [χοος II] состоящий из земли или праха (ἄνθρωπος NT).

Chinese

原文音譯:co?kÒj 何衣可士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:土的
字義溯源:屬土的,屬土,是屬土的,污穢的,世俗的,土作的;源自(χόος / χοῦς)=塵土),而 (χόος / χοῦς)出自(χειμών)=暴風雨), (χειμών)又出自(Χερούβ)X*=灌注,流出)
出現次數:總共(4);林前(4)
譯字彙編
1) 屬土的(2) 林前15:48; 林前15:48;
2) 屬土(1) 林前15:49;
3) 是屬土的(1) 林前15:47