ὑπάνειμι

From LSJ
Revision as of 15:03, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάνειμι Medium diacritics: ὑπάνειμι Low diacritics: υπάνειμι Capitals: ΥΠΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: hypáneimi Transliteration B: hypaneimi Transliteration C: ypaneimi Beta Code: u(pa/neimi

English (LSJ)

(A εἶμι ibo) come on, creep on, Luc.Merc.Cond.39.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐπέρχομαι κατὰ μικρόν, ὑπανερπύζω, τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39, Ἱκαρομ. 14.

French (Bailly abrégé)

part. prés. ὑπανιών;
monter un peu.
Étymologie: ὑπό, ἄνειμι.

Greek Monolingual

Α
επέρχομαι βαθμηδόν («τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄνειμι «ανέρχομαι»].

Greek Monotonic

ὑπάνειμι: (εἶμι, ibo), επέρχομαι, διεισδύω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάνειμι: понемногу взбираться, ползти вверх: ἡ ποδάγρα ὑπανιοῦσα Luc. начинающийся приступ подагры.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to come on, creep on, Luc.