νεηκονής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ές, (> ἀκόνη) = νεήκης (newly whetted, newly sharpened), S. Aj. 820.
German (Pape)
[Seite 236] ές, neu geschärft, θηγάνῃ νεηκονής, vom Schwerte, Soph. Ai. 807.
Greek (Liddell-Scott)
νεηκονής: -ές, (ἀκόνη) = νεηκής, Σοφ. Αἴ. 820.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. νεήκης.
Étymologie: νέος, ἀκονάω.
Greek Monolingual
νεηκονής, -ές (Α)
νεήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀκόνη. Το -η- του τ. (αντί -ακονής) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
νεηκονής: -ές (ἀκόνη), = νεηκής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νεηκονής: недавно отточенный (σφαγεύς Soph.).
Middle Liddell
νε-ηκονής, ές ἀκόνη = νεηκής, Soph.]