ἀνείσφορος

From LSJ
Revision as of 14:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείσφορος Medium diacritics: ἀνείσφορος Low diacritics: ανείσφορος Capitals: ΑΝΕΙΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aneísphoros Transliteration B: aneisphoros Transliteration C: aneisforos Beta Code: a)nei/sforos

English (LSJ)

ον, A exempt from taxation, τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων D.H.5.22, cf. Plu. Cam.2, IG14.951, J.AJ13.6.7.

German (Pape)

[Seite 221] frei von Kriegs- u. außerordentlichen Steuern, D. Hal. 5, 22; Plut. Camill. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείσφορος: -ον, ὁ μὴ εἰσφέρων, ὁ ἀπηλλαγμένος πολεμικῶν ἢ ἄλλων εἰσφορῶν, Διον. Ἁλ. 5. 22, Πλουτ. Κάμ. 2, Συλλ. Ἐπιγρ., 5879. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exempt d’impôts.
Étymologie: , εἰσφορά.

Spanish (DGE)

-ον
exento de impuestos ἀνείσφορον καὶ ἀτελῆ καὶ ἀλειτούργητον IG 42.66.73 (Epidauro IV a.C.), ἀνεισφόρους τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων ἐποίησαν D.H.5.22, cf. IG 7.2413.6 (Tebas II a.C.), IG 22.1368.158 (II a.C.), IUrb.Rom.1.12 (I a.C.), SB 7457.41, cf. Plu.Cam.2, I.AI 13.213.

Greek Monolingual

ἀνείσφορος, -ον (Α)
ο απαλλαγμένος από πολεμικές ή άλλες εισφορές, εκείνος που δεν πληρώνει φόρους.

Greek Monotonic

ἀνείσφορος: -ον, απαλλαγμένος από την εἰσφοράν, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνείσφορος: свободный от налогов Plut.

Middle Liddell

exempt from the εἰσφορά, Plut.