ἄθαπτος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ον, A unburied, Il.22.386, Moschio Trag.6.32, etc.; ἄθαπτον ὠθεῖν, βάλλειν, ἐᾶν τινά, S.Aj.1307, 1333, Ant.205. II unworthy of burial, AP9.498.
German (Pape)
[Seite 45] unbegraben, Il. 22, 386 ἄκλαυτος ἄθαπτος, Od. 11, 72 ἄκλαυτον ἄθαπτον, 54 ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον; Aesch. Spt. 1005 Soph. öfter, Men. in B. A. 353.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθαπτος: -ον, ὁ μὴ τεθαμμένος, Ἰλ. Χ. 386. Τραγ. κτλ.· ἄθαπτον ὠθεῖν, βάλλειν, ἐᾶν τινα, Σοφ. Αἴ. 1307, 1333, Ἀντ. 205. ΙΙ. ἀνάξιος ταφῆς, Ἀνθ. Π. 9. 498.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans sépulture.
Étymologie: ἀ, θάπτω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ον
no enterrado, insepulto, ἄκλαυτος ἄθαπτος Il.22.386, Od.11.54, 72, cf. A.Th.1014, S.Ai.1307, 1333, Ant.205, E.Tr.1085, Men.Fr.502, Moschio Trag.6.32, AP 7.247 (Alc.Mess.), Nonn.D.10.107, μὴ θάπτειν τὸν ἄθαπτον no entierres al insepulto, AP 9.498.
Greek Monotonic
ἄθαπτος: -ον (θάπτω),
I. μη θαμμένος, άταφος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. ανάξιος ταφής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθαπτος:
1) непогребенный (ἄκλαυτος καὶ ἄ. Hom., Plut.): ἐᾶν ἄθαπτον δέμας Soph. оставить тело без погребения;
2) недостойный погребения (μὴ θάπτειν τὸν ἄθαπτον Anth.).