μέλλον

From LSJ
Revision as of 14:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

το (ΑM μέλλον)
1. το χρονικό διάστημα μετά το παρόν, ο χρόνος που ακολουθεί μετά την παρούσα χρονική στιγμή («το μέλλον αόρατον»)
2. στον πληθ. τα μέλλοντα
οι καταστάσεις και τα γεγονότα που πρόκειται να συμβούν (α. «δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τα μέλλοντα» β. «καὶ τῶν μελλόντων ἐπὶ πλεῖστον τοῦ γενησομένου ἄριστος εἰκαστής», Θουκ.)
νεοελλ.
1. η εξέλιξη κάποιου προσώπου ή ομάδας προσώπων ή πράγματος στον απώτερο χρόνο («το μέλλον του θα είναι λαμπρό»)
2. φρ. α) «άνθρωπος με μέλλον» — άνθρωπος με προοπτικές επιτυχίας στη σταδιοδρομία του
β) «έχουμε μέλλον ακόμη» — θα αργήσουμε πολύ για κάτι
μσν.
φρ. α) «διατάσσω τὰ μέλλοντα» — καθορίζω το μέλλον
β) «σκοπεύω τὸ μέλλον» — προνοώ για κάτι που θα συμβεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. μέλλον της μτχ. του ρ. μέλλω (πρβλ. καθεστώς)].

Russian (Dvoretsky)

μέλλον: οντος τό, тж. pl. μέλλοντα τά [part. n к μέλλω
1 будущее, предстоящее (καὶ τὸ μ. καὶ τὸ πρίν Soph.; καὶ παρόντα καὶ μέλλοντα Aesch.): τῶν μελλόντων ἄριστος εἰκαστής Thuc. (Фемистокл) отлично предугадывал будущее; καὶ τὸ ἐσόμενον καὶ τὸ μ. Arst. то, что (конкретно) случится, и то, что предстоит (вообще);
2 грам. будущее время.