πολυφωνία

From LSJ
Revision as of 15:32, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠφωνία Medium diacritics: πολυφωνία Low diacritics: πολυφωνία Capitals: ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ
Transliteration A: polyphōnía Transliteration B: polyphōnia Transliteration C: polyfonia Beta Code: polufwni/a

English (LSJ)

ἡ, variety of tones, αὐλῶν Plu.2.1141c, cf. 674f; ὀρνέων D.S.2.56; variety of speech, J.AJ1.4.3.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, Vieltönigkeit, Plut. Symp. 5, 2 M.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφωνία: ἡ, ποικιλία φωνῶν ἢ φθόγγων, αὐλῶν Πλούτ. 2. 1141C· ὀρνέων Διόδ. 2. 56· ποικιλία φωνῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 4, 3. 2) στωμυλία, πολυλογία, Πλούτ. 2. 674Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 grand nombre de voix ou de sons;
2 parole abondante, loquacité.
Étymologie: πολύφωνος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύφωνος
συνήχηση, ποικιλία φωνών ή φθόγγων
νεοελλ.
1. μουσ. α) μουσική σύνθεση στην οποία συνηχούν αρμονικά πολλές φωνές ή όργανα αλλά σε ανεξάρτητες μελωδίες
β) μουσική σύνθεση στην οποία η αρμονία προέρχεται από πολλά μουσικά μέρη που παίζονται ταυτόχρονα και δημιουργείται με αντιστικτική επεξεργασία ενός μουσικού κομματιού
2. μτφ. ύπαρξη πολλών απόψεων για το ίδιο θέμα
μσν.
το να φωνάζει κανείς πολύ
μσν.-αρχ.
πολυλογία
αρχ.
ποικιλία της φωνής, της γλώσσας, πολυγλωσσία.

Russian (Dvoretsky)

πολυφωνία:
1) многозвучность, многоголосность (ὀρνέων Diod.; πολυχορδία καὶ π. Plut.);
2) болтливость, щебетание (λαλιὰ καὶ π. Plut.).