ἀσυνήθεια
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ἡ, A unfamiliarity, Arist.Metaph.995a2, Thphr.HP9.17.2; ἀ. τοῦ δικολογεῖν inexperience in... Arist.Rh.1368a21, cf. Plb. 15.32.7.
German (Pape)
[Seite 380] ἡ, Ungewohntheit, Arist. rhet. 1, 9; Theophr.; Unbe Kanntschaft (aus Mangel an Umgang), τῶν παρεστώτων Pol. 15, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνήθεια: ἡ, ἔλλειψις συνηθείας ἢ πείρας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1 (ἔλαττον), 3, 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 17, 2· ἀσ. τοῦ δικολογεῖν, ἔλλειψις πείρας ἐν τῷ..., Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, πρβλ. Πολύβ. 15. 32, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 défaut d’habitude;
2 défaut d’expérience, ignorance de, gén..
Étymologie: ἀσυνήθης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de costumbre, inexperiencia τὰ παρὰ ταῦτα ... διὰ τὴν ἀσυνήθειαν ἀγνωστότερα Arist.Metaph.995a2, cf. Thphr.HP 9.17.2, Plb.12.4.3, Gal.Consuet.p.16.7, Iambl.Fr.49, c. gen. obj. τοῦ δικολογεῖν Arist.Rh.1368a21, αὐτῆς (ῥητορικῆς) Phld.Rh.2.139Aur., τῶν παρεστώτων Plb.15.32.7.
Greek Monolingual
ἀσυνήθεια, η (Α)
έλλειψη συνήθειας, πείρας ή οικειότητας.
Greek Monotonic
ἀσυνήθεια: ἡ, έλλειψη πείρας σ' ένα πράγμα, με γεν., σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνήθεια: ἡ
1) отсутствие привычки, непривычность, неопытность (τινος Arst.);
2) незнакомство, незнание (τινος Polyb.).
Middle Liddell
ἀσυνήθης
want of experience in a thing, c. gen., Arist.