ἔνθερμος

From LSJ
Revision as of 16:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθερμος Medium diacritics: ἔνθερμος Low diacritics: ένθερμος Capitals: ΕΝΘΕΡΜΟΣ
Transliteration A: énthermos Transliteration B: enthermos Transliteration C: enthermos Beta Code: e)/nqermos

English (LSJ)

ον, A hot, φύσις Hp.Epid.6.4.13; αἷμα Arist.Pr.898a6; πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.ib.3.251; Αιβύη Plu.2.951f. 2 metaph., passionate, μειράκιον prob. in Com.Adesp.24.10D.; hot, fervid, διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, al.

Spanish (DGE)

-ον
I 1medic. y fil. que encierra calor, constitutiva o naturalmente cálido, caliente φύσις Hp.Epid.6.4.13, 18, φλέβιον Hp.Epid.6.6.1, αἷμα Arist.Pr.898a6, ὁ ἐμψυχρότερος ἐν ψυχρῇ χώρῃ ... ἐνθερμότερος ἔσται el que es de naturaleza más bien fría estará más caliente en un lugar frío Hp.Epid.6.6.2, cf. 6.5.15, πυροὶ καὶ κριθαὶ νοτερὰ ἐόντα ... ἐνθερμότερά ἐστιν ἢ εἰ ξηρὰ εἴη Hp.Nat.Puer.24, en las teorías estoicas del alma πνεῦμα Zeno Stoic.1.38, Antip.Stoic.3.251, ψυχή Plu.2.432e, del fuego, Ph.1.462.
2 caluroso, cálido climáticamente Λιβύη Plu.2.951e, χωρία Plu.2.701a, ἡμέραι Gp.8.23.1.
3 fig. ardiente, ardoroso, apasionado διάνοια Arist.Phgn.806b26, cf. Ph.1.605, λόγος Ph.1.144, en el amor μειράκιον Com.Adesp.1006.9 (cj.), en la guerra, de los nacidos bajo el signo de Ares, Vett.Val.16.33
neutr. subst. τὸ ἔ. ardor, apasionamiento τῆς ἐπιθυμίας Gr.Nyss.Beat.117.14, τῆς ἀγάπης Nil.in Cant.81.1.
II adv. -ως con ardor guerrero, Eust.593.1.

German (Pape)

[Seite 842] erwärmt, warm, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθερμος: -ον, θερμός, ζεστός, Ἱππ. 1180Ε, Πλούτ. 2. 951Ε. 2) μεταφ., πλήρης θερμότητος, θερμουργός, διάνοια Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 9, πρβλ. 3, 14: - Ἐπίρρ. ἐνθέρμως, Εὐστ. Πονημ. 4. 28, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 101D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très chaud.
Étymologie: ἐν, θερμός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνθερμος, -ον)
1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής
2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος
3. εμπαθής, παράφορος.
επίρρ...
ενθέρμως
θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος.

Russian (Dvoretsky)

ἔνθερμος:
1) горячий, теплый (αἷμα Arst.);
2) жаркий (χωρία Plut.);
3) пламенный, пылкий (διάνοια Arst.).