ὑπέρφοβος
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
ον, A very fearful, timid, Id.Eq.3.9; τὸ ὑ. D.C.58.6. II causal, very terrible, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν' ὑπέρφοβα Men.497 (v.l. for ὑπὲρ φόβον, ap.Stob.4.38.3a), cf. LXX Da.7.19.
German (Pape)
[Seite 1203] übermäßig furchtsam; Mimnerm. frg. 5, zw.; Xen. equ. 3, 9. – In LXX. auch = sehr furchtbar.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρφοβος: -ον, λίαν πεφοβημένος, δειλότατος, Ξεν. Ἱππ. 3, 9· τὸ ὑπέρφοβον Δίων Κ. 58. 6. ΙΙ. ὡς μεταβατ., λίαν φοβερός, δεινότατος, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν’ ὑπέρφοβα Μέναδρος ἐν «Φανίῳ» 3 (ἔνθα ἴδε Meineke), πρβλ. Ἑβδ. (Δανιὴλ) Ζ΄, 19).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 très redoutable;
2 très craintif, qui s'effraie facilement ; τὸ ὑπέρφοβον timidité excessive, caractère timoré.
Étymologie: ὑπέρ, φόβος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πάρα πολύ φοβισμένος·2. πάρα πολύ φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φοβος (< φέβομαι), πρβλ. περί-φοβος].
Greek Monotonic
ὑπέρφοβος: -ον, κατατρομαγμένος, έντρομος, δειλός, φοβιτσιάρης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρφοβος:
1) чрезвычайно пугливый Xen.;
2) страшный, ужасный (ὑπέρφοβα λέγειν Men.).