πάμμικτος
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ον, A = παμμιγής, ὄχλος A.Pers.53 (anap.); ἐπίκουροι ib.903 (lyr.), cf. Aq.Ps.77(78).45, Vett. Val.15.15.
German (Pape)
[Seite 454] = παμμιγής; ὄχλος, Aesch. Pers. 53; ἐπίκουροι, 870.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμικτος: -ον, = παμμιγής, πάμμικτος ὄχλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 53, 904.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé d'éléments mêlés, confus.
Étymologie: πᾶν, μίγνυμι.
Greek Monolingual
πάμμικτος και πάμμεικτος, -ον (Α)
παμμιγής («πάμμικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μικτός (< μειγνυμι)].
Greek Monotonic
πάμμικτος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πάμμικτος: чрезвычайно смешанный, собравшийся отовсюду, разношерстный (ὄχλος Aesch.).