περιποτάομαι
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
poet. for περιπέτομαι, hover about, τὰ δ' ἀεὶ ζῶντα (sc. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται S. OT482 (lyr.): c. acc., Hld.2.22.
German (Pape)
[Seite 589] poet. statt περιπέτομαι, herumfliegen, umflattern, Soph. O. R. 482.
Greek (Liddell-Scott)
περιποτάομαι: ποιητ. ἀντὶ περιπέτομαι, περιίπταμαι, πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
c. περιπέτομαι.
Greek Monotonic
περιποτάομαι: ποιητ. αντί -πέτομαι, πετώ ολόγυρα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
περιποτάομαι: летать вокруг, облетать (τι Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ποτάομαι vliegen rondom.