βεμβικίζω

From LSJ
Revision as of 18:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεμβῑκίζω Medium diacritics: βεμβικίζω Low diacritics: βεμβικίζω Capitals: ΒΕΜΒΙΚΙΖΩ
Transliteration A: bembikízō Transliteration B: bembikizō Transliteration C: vemvikizo Beta Code: bembiki/zw

English (LSJ)

A set a-spinning, ἑαυτούς Id.V.1517.

German (Pape)

[Seite 442] wie einen Kreisel drehen, Ar. Vesp. 1517.

Greek (Liddell-Scott)

βεμβῑκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (βέμβιξ), κάμνω νὰ περιστρέφηταί τι, ἵνα βεμβικίζωσιν ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1517.

French (Bailly abrégé)

faire tourner comme une toupie, faire pirouetter.
Étymologie: βέμβιξ.

Spanish (DGE)

(βεμβῑκίζω) hacer girar como una peonza ἑαυτούς Ar.V.1517.

Greek Monolingual

βεμβικίζω (Α) βέμβιξ
περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα.

Greek Monotonic

βεμβῑκίζω: (βέμβιξ), μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάτι να περιστρέφεται σαν σβούρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βεμβῑκίζω: вращать волчком Arph.

Middle Liddell

βέμβιξ
to set a spinning, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεμβικίζω βέμβιξ laten tollen, laten draaien als een tol.