βωμολοχικός

From LSJ
Revision as of 18:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολοχικός Medium diacritics: βωμολοχικός Low diacritics: βωμολοχικός Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΙΚΟΣ
Transliteration A: bōmolochikós Transliteration B: bōmolochikos Transliteration C: vomolochikos Beta Code: bwmoloxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inclined to ribaldry, Luc.Herm.58, Gal.6.228, al. Adv. -κῶς (Lat. -ice), Id.Subf.Emp. 11.

German (Pape)

[Seite 469] possenreißerisch, Luc. Hermot. 58.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολοχικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς φλυαρίαν, βωμολοχίαν, Λουκ. Ἑρμοτ. 58.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de bouffon, de mauvais plaisant.
Étymologie: βωμολόχος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 burlesco, bufonesco βωμολοχικὰ γὰρ ἅπαντ' ἐστὶ τὰ τοιαῦτα κομψεύματα Gal.6.228, ἐγκώμια Luc.Hist.Cons.17, cf. Herm.58.
2 adv. -ῶς burlesca, bufonescamente μεμφόμενος β. Gal.Subf.Emp.11.

Greek Monolingual

βωμολοχικός, -ή, -όν (Α) βωμολόχος
αυτός που έχει κλίση προς τη βωμολοχία.

Greek Monotonic

βωμολοχικός: -ή, -όν, επιρρεπής στη βωμολοχία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

βωμολοχικός: шутовской Luc.

Middle Liddell

[from βωμολόχος
inclined to ribaldry, Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολοχικός -όν βωμολόχος lolbroekerig, clownesk.