μεγαθαρσής
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
ές, A very bold, Hes.Sc.385, Man. 2.372.
German (Pape)
[Seite 104] ές, sehr muthig, Hes. Sc. 385 u. sp. D., wie Man. 2, 372.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰθαρσής: -ές, λίαν εὐθαρσής, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 385.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'un grand courage.
Étymologie: μέγας, θάρσος.
Greek Monolingual
μεγαθαρσής, -ές (Α)
πολύ θαρραλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. κυνοθαρσής, πολυθαρσής].
Greek Monotonic
μεγᾰθαρσής: -ές (θαρσέω), πολύ θαρραλέος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰθαρσής: весьма мужественный Hes.