πολυπαίπαλος

From LSJ
Revision as of 08:17, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπαίπᾰλος Medium diacritics: πολυπαίπαλος Low diacritics: πολυπαίπαλος Capitals: ΠΟΛΥΠΑΙΠΑΛΟΣ
Transliteration A: polypaípalos Transliteration B: polypaipalos Transliteration C: polypaipalos Beta Code: polupai/palos

English (LSJ)

ον, A exceeding crafty, Φοίνικες Od.15.419, cf. Opp. H.3.41. II = πεποικιλμένος, αἰθήρ Call.Fr.anon.225.

German (Pape)

[Seite 668] sehr verschlagen, listig; von den Phöniciern, Od. 15, 419, wie πολύτροπος. Vgl. παιπαλόεις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très rusé.
Étymologie: πολύς, παίπαλος.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπαίπᾰλος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος, Ὀδ. Ο. 419· ἴδε παιπάλημα.

English (Autenrieth)

(παιπάλη, ‘fine meal’): very artful, sly, Od. 15.419†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος
2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη.

Greek Monotonic

πολῠπαίπᾰλος: -ον, εξαιρετικά πανούργος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυπαίπᾰλος: хитроумнейший (Φοίνικες Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπαίπαλος -ον [πολύς, παιπάλη] zeer gewiekst.

Middle Liddell

πολῠ-παίπᾰλος, ον,
exceeding crafty, Od.