ἀσέληνος
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ον, moonless, νύξ Th.3.22, cf. Plb.7.16.3, App.BC5.114.
German (Pape)
[Seite 369] νύξ, mondlos, finster, Anacr. 31, 12: Thuc. 3, 22; Pol. 7, 16, 3; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσέληνος: -ον, ὁ ἄνευ σελήνης, νὺξ Θουκ. 3. 22, πρβλ. Πολύβ. 7. 16, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans lune.
Étymologie: ἀ, σελήνη.
Spanish (DGE)
-ον
sin luna νύξ Th.3.22, Aen.Tact.18.13, Plb.7.16.3, D.S.11.61, App.BC 5.114, D.C.40.25.4, Polyaen.6.27.1, Iambl.Fr.12, Anacreont.33.12, Tz.Comm.Ar.1.120.3, τόποι Nic.Fr.Hist.6.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσέληνος, -ον)
αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο σκοτεινός («νὺξ ἀσέληνος»
«ζοφώδης καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας»).
Greek Monotonic
ἀσέληνος: -ον (σελήνη), αυτός που δεν έχει φεγγάρι, ασέληνος, νύξ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσέληνος: безлунный (νύξ Anacr., Thuc., Polyb., Plut.).