πόρισμα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
-ατος, τό, Geom.,
A deduction from a previous demonstration, corollary, as it were a windfall or bonus (cf. πορίζω II.2), Euc.3.1, etc.: metaph., Procl. in Alc.p.139C., Hierocl.in CA23p.469M., Dam.Pr.251.
II (πορίζω III) a kind of proposition intermediate between a theorem and a problem, defined by Papp.648.18 sqq., Procl.in Euc.p.301F.
German (Pape)
[Seite 683] τό, das Herbeigeschaffte, Erworbene, bes. erlangter Vortheil, Gewinn, Sp. – Bei den Mathematikern ein aus dem Beweise abgeleiteter oder von selbst daraus folgender Satz, Zusatz. Auch = πρόβλημα.
Greek (Liddell-Scott)
πόρισμα: τό, (πορίζω ΙΙΙ)· παρὰ τοῖς γεωμετρ. συγγρ., ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐξαγόμενον ἐκ προτέρας ἀποδείξεως· ὡσαύτως = πρόβλημα, Εὐκλείδ.· ἴδε Papp. Coll. Math. 7, ἐν τῷ προλ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ πορίζω
1. καθετί που εξάγεται από μελέτη ή έρευνα, συμπέρασμα («τα πορίσματα της αστρονομίας»)
2. μαθημ. πρόταση που προκύπτει κατά απλό ή προφανή τρόπο από άλλη ή άλλες προηγούμενες προτάσεις
αρχ.
είδος μαθηματικής πρότασης μεταξύ προβλήματος και θεωρήματος.