κρεανομία

From LSJ
Revision as of 11:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνομία Medium diacritics: κρεανομία Low diacritics: κρεανομία Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΙΑ
Transliteration A: kreanomía Transliteration B: kreanomia Transliteration C: kreanomia Beta Code: kreanomi/a

English (LSJ)

ἡ, A distribution of meat, Theopomp.Hist.205 (pl.), IG 22.1245.5, Luc.Prom.5: pl., IG22.334.25, Porph.Abst.2.30.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνομία: ἡ, διανομὴ κρεῶν, Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις τύπος κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ κρεωνομέω παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
distribution des chairs d'une victime.
Étymologie: κρεανόμος.

Greek Monolingual

κρεανομία και κρεονομία και κρεωνομία, ἡ (Α) κρεανόμος
διανομή κρέατος, ιδίως τών σφαγίων κατά τη θυσία.

Greek Monotonic

κρεᾱνομία: ἡ, διανομή, διαμοίρασμα κρέατος, σε Λουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾱνομία:распределение жертвенного мяса (между участниками жертвенного пира) Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανομία -ας, ἡ, ook κρεονομία [κρεανόμος] verdeling van het vlees.

Middle Liddell

κρεᾱνομία, ἡ,
a distribution of flesh, Luc., etc.