φιλογυνία

From LSJ
Revision as of 19:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλογυνία Medium diacritics: φιλογυνία Low diacritics: φιλογυνία Capitals: ΦΙΛΟΓΥΝΙΑ
Transliteration A: philogynía Transliteration B: philogynia Transliteration C: filogynia Beta Code: filoguni/a

English (LSJ)

ἡ, love of women, Cic. Tusc.4.11.25, Plu.2.706b, Stob.2.7.10e; written φιλογυναία Sch. Gen.Il.21.498 (perhaps fr. φιλογύναιος).

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, Weiberliebe, Liebe zum weiblichen Geschlechte; Plut. Symp. 7, 5; Stob. ecl. 2 p. 182.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογῠνία: ἡ, ἡ πρὸς τὰς γυναῖκας ἀγάπη, Πλούτ. 2. 706Β, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 182, Κλήμ. Ἀλεξ. 83· φέρεται φιλογύνεια παρὰ Κικέρωνι Tusc. 4. 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour pour les femmes.
Étymologie: φίλος, γυνή.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και δ.τ. φιλογύνεια και φιλογυναία Α φιλογύνης
η υπερβολική αγάπη για τις γυναίκες, η πολύ έντονη επιθυμία για ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, θηλυμανία, γυναικομανία.

Russian (Dvoretsky)

φιλογῠνία:женолюбие Plut.