Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπηλυσίη

From LSJ
Revision as of 15:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

German (Pape)

[Seite 920] ἡ, (das Anthun), Bezauberung, Behexung, H. h. Cer. 228. 230 Merc. 37.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sortilège, maléfice.
Étymologie: ἐπελεύσομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηλῠσίη: ἡ, τὸ ἔρχεσθαι ἐπί τινα, ἐπίθεσις, ἰδίως διὰ μαγγανείας, μαγεία, γοητεία, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 228, εἰς Ἑρμῆν 37.- Ἐπικ. λέξις.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπῳδὴ φαρμάκων. ἢ ἔφοδός τινος».

Greek Monotonic

ἐπηλῠσίη: ἡ (ἐπήλυθον), κατακυρίευση, κατάληψη από μάγια ή ξόρκια, μαγεία, γοητεία, σαγήνη, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπηλῠσίη:колдовство, чары HH.

Middle Liddell

ἐπηλῠσίη, ἡ, ἐπήλυθον
a coming over one by spells, a bewitching, Hhymn.