πλινθοφόρος

From LSJ
Revision as of 08:13, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθοφόρος Medium diacritics: πλινθοφόρος Low diacritics: πλινθοφόρος Capitals: ΠΛΙΝΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: plinthophóros Transliteration B: plinthophoros Transliteration C: plinthoforos Beta Code: plinqofo/ros

English (LSJ)

(parox.), ον, A carrying bricks, Ar. Av.1134: as substantive, PSI6.672.5 (iii B.C.), etc. 2 πλινθοφόρος, ἡ, name of a coin (cf. κιστοφόρος ΙΙ), Inscr.Délos461Bb49 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel tragend, Ar. Av. 1134.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des briques, manœuvre ; titre d'une comédie de Diphile.
Étymologie: πλίνθος, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθοφόρος: -ον, ὁ φέρων πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134· ― πλινθοφορέω, φέρω, «κουβαλῶ» πλίνθους, αὐτόθι 1142, 1149.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.)
2. το αρσ. ως ουσ.πλινθοφόρος
τεχνίτης που κουβαλά πλίνθους
3. το θηλ. ως ουσ.πλινθοφόρος
ονομασία νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιροφόρος.

Greek Monotonic

πλινθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει πλίνθους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πλινθοφόρος:подносчик кирпичей Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλινθοφόρος -ον [πλίνθος, φέρω] stenen dragend.

Middle Liddell

πλινθο-φόρος, ον, φέρω
carrying bricks, Ar.