πεπαντικός

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπαντικός Medium diacritics: πεπαντικός Low diacritics: πεπαντικός Capitals: ΠΕΠΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pepantikós Transliteration B: pepantikos Transliteration C: pepantikos Beta Code: pepantiko/s

English (LSJ)

πεπαντική, πεπαντικόν, able to ripen or soften, c. gen., πτυάλου Hp.Acut.66; π. δύναμις Dsc.5.125; π. μέλος (of music) soothing strain, prob. cj. in Iamb.VP25.113.

German (Pape)

[Seite 559] reif machend, erweichend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πεπαντικός: -ή, -όν, μαλακτικός, μετὰ γεν., λουτρὸν πτυέλου πεπαντικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πεπαίνω
1. αυτός που συντελεί στην ωρίμαση ή στο μαλάκωμα, μαλακτικός («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)
2. φρ. «πεπαντικὸν μέλος» — κατευναστικό, καταπραϋντικό τραγούδι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπαντικός -ή -όν [πεπαίνω] geneesk. rijp makend, met gen.: πτυάλου πεπαντικόν fluim (speekselklodders) vormend Hp. Acut. 66.