περισσολόγος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ον, talking too much, wordy, Sch.Ar.Eq.89.
German (Pape)
[Seite 592] weitschweifig, geziert redend, sich gekünstelt oder übermäßig geschmückt ausdrückend, Schol. Ar. Equ. 89 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
verbeux.
Étymologie: περισσός, λόγος.
Greek (Liddell-Scott)
περισσολόγος: ον ὁ περιττὰ λέγων, περιττολόγος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
βλ. περιττολόγος.
Greek Monotonic
περισσολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, φλύαρος.