πρωτοπαθής

From LSJ
Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοπαθής Medium diacritics: πρωτοπαθής Low diacritics: πρωτοπαθής Capitals: ΠΡΩΤΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: prōtopathḗs Transliteration B: prōtopathēs Transliteration C: protopathis Beta Code: prwtopaqh/s

English (LSJ)

πρωτοπαθές, affected first, ἀήρ Eust.41.22. Adv. πρωτοπαθῶς, f.l. for ἀνθρωποπαθής in Id.38.8.

German (Pape)

[Seite 805] ές, zuerst leidend, Clem. Al. u. a. Sp., bes. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοπᾰθής: -ές, ὁ αἰσθανόμενος πρῶτον, Εὐστ. 41. 22. ‒ Ἐπίρρ. -θῶς.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ, και πρωτόπαθος, -η, -ο, Ν
αυτός που πρώτος ή για πρώτη φορά παθαίνει, υφίσταται ή αισθάνεται κάτι
νεοελλ.
ιατρ. (για νόσο, σύμπτωμα ή ανωμαλία) αυτός που αποτελεί την πρώτη, αρχική, άμεση παθολογική εκδήλωση και όχι συνέχεια ή συνέπεια άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -παθής / -παθος (< πάθος), πρβλ ομοιο-παθής].