σαρκολιπής
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
ές, forsaken by flesh, πλευρά AP7.383 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 863] ές, von Fleisch verlassen, entblößt, dah. mager, hager, πλευρά Philp. 67 (VII, 383).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
décharné.
Étymologie: σάρξ, λείπω.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκολῐπής: -ές, = λιπόσαρκος, ἰσχνός, ὀλιγόσαρκος, πλευρὰ Ἀνθ. Π. 7. 383.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) λιπόσαρκος, ισχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λιπής (< λείπω), πρβλ. θυμο-λιπής, ψυχο-λιπής].
Greek Monotonic
σαρκολῐπής: -ές (λιπεῖν), αυτός που του λείπει σάρκα, λιπόσαρκος, ισχνός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σαρκολῐπής: лишенный мяса (πλευρά Anth.).