συγκραματικός

From LSJ
Revision as of 09:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾱμᾰτικός Medium diacritics: συγκραματικός Low diacritics: συγκραματικός Capitals: ΣΥΓΚΡΑΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkramatikós Transliteration B: synkramatikos Transliteration C: sygkramatikos Beta Code: sugkramatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.

German (Pape)

[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾱμᾰτικός: смешанный, спутанный (ὄνειροι Plut.).