συνεπικρύπτω
From LSJ
English (LSJ)
help to conceal, Id.Alc.28, Tim.10:—Med., Iamb.VP34.245.
French (Bailly abrégé)
cacher ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπικρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικρύπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικρύπτω, ὁμοῦ ἀποκρύπτω, Πλούτ. Ἀλκιβ. 28, Τιμολ. 10, Νικίου καὶ Κράσσ. Σύγκρ. 1.
Greek Monolingual
Α ἐπικρύπτω
επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί.
Greek Monotonic
συνεπικρύπτω: μέλ. -ψω, συμβάλλω στην απόκρυψη, κρύβω, συγκαλύπτω από κοινού, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπικρύπτω: вместе скрывать, помогать скрыть (ἀδίκημά τι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επικρύπτω helpen te verbergen of verhullen.