γυναικώδης
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ες, woman-like, womanish, τὸ ἀγεννὲς καὶ γ. Plb.2.56.9, cf. D.S.2.24, Ph.1.366; ἄνανδρα καὶ γ. πάθη Plu.Sol.21: -ῶδες φθέγγεσθαι Luc.Nigr.11. Adv. -δῶς Sch.Ar.Th.575.
Spanish (DGE)
-ες
I 1propio de mujer, mujeril οὗτος ... τερατείας γυναικώδους ἐστὶ πλήρης Plb.12.24.5, πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας ἀγεννὴς καὶ γ. del rey Prusias, Plb.36.15.1, cf. 2.56.9, ζῆλος D.S.2.24, ἄνανδρος καὶ γ. συνήθεια Ph.1.366, cf. Plu.Sol.21, Gr.Nyss.V.Mos.27.26, μικρὸν φθέγγονται καὶ ἰσχνὸν καὶ γυναικῶδες emiten un grito pequeño, débil y mujeril Luc.Nigr.11
•de tipo femenino τὰ ὑγρὰ τῶν σωμάτων καὶ γυναικωδέστερα Ar.Byz.Epit.1.84.
2 que tiene aspecto de mujer λευκοί, γυναικώδεες de ciertos enfermos crónicos, Aret.SD 2.1.8, cf. 2.5.2, 3.
II adv. -ῶς afeminadamente ἐψίλωτο γὰρ ὁ Κλεισθένης τὰς γνάθους γ. Sch.Ar.Th.575.
German (Pape)
[Seite 511] ες, weibisch, schwächlich, καὶ ἀγεννές Pol. 2, 56, 9; καὶ ἄνανδρος Plut. Sol. 21; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικώδης: -ες, (εἶδος) πρὸς γυναῖκα ὅμοιος, γυναικεῖος, Πολύβ. 2. 56, 9.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à une femme, efféminé.
Étymologie: γυνή, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (AM γυναικώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός (πρβλ. ανδρώδης)].
Russian (Dvoretsky)
γῠναικώδης: женоподобный, женственный Polyb., Plut., Luc., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικώδης -ες [γυνή, εἶδος] ongunstig, post-klass. verwijfd.