διαθειόω

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθειόω Medium diacritics: διαθειόω Low diacritics: διαθειόω Capitals: ΔΙΑΘΕΙΟΩ
Transliteration A: diatheióō Transliteration B: diatheioō Transliteration C: diatheioo Beta Code: diaqeio/w

English (LSJ)

fumigate thoroughly, εὖδιεθείωσεν μέγαρον Od.22.494.

Spanish (DGE)

fumigar de arriba a abajo, completamente μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν Od.22.494.

German (Pape)

[Seite 578] (s. θειόω), mit Schwefel durchräuchern; Od. 22, 494 αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν.

Greek (Liddell-Scott)

διαθειόω: καπνίζω τι καλῶς μὲ θεῖον, καθαρίζω ἐντελῶς, εὖ διεθείωσεν μέγαρον Ὀδ. Χ. 494.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διεθείωσεν;
répandre une vapeur de soufre à travers (une maison), acc..
Étymologie: διά, θειόω.

English (Autenrieth)

(θέειον): fumigate with sulphur, Od. 22.494†.

Greek Monotonic

διαθειόω: μέλ. -ώσω, απολυμαίνω εξολοκλήρου με θείο, θειαφίζω, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θειόω met zwavel reinigen.

Russian (Dvoretsky)

διαθειόω: окуривать серой (εὖ διεθείωσεν μέγαρον Hom.).

Middle Liddell

fut. ώσω
to fumigate thoroughly, Od.