δώρημα
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
ατος, τό, gift, present, Hdt.7.38, etc.: c. dat. pers., A.Pers.523, Eu.402, S.Tr.668: pl., E.Or.123, etc.—Rare in Prose, X.Hier.8.4, Arist.EN1099b11, and later, Ph.2.9, Ep.Jac.1.17.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
regalo, presente ἐπαρθεὶς τοῖσι δωρήμασι Hdt.7.38, τὸ παρὰ τοῦ ἰδιώτου δώρημα X.Hier.8.4, frec. c. dat. δ. Θησέως τόκοις A.Eu.402, cf. Pr.626, Ἡρακλεῖ δωρήματα S.Tr.668, c. gen. subjet. δωρήματα ἀνόμων LXX Si.34.18, cf. D.S.3.47, Luc.Trag.244
•dado a los dioses y a los muertos ofrenda Γῇ τε καὶ φθιτοῖς δωρήματα A.Pers.523, οὐρανίοις θεοῖς δωρήματα Ar.Nu.305
•ref. cosas intangibles recibidas de los dioses don θεῶν δ. ἀνθρώποις Arist.EN 1099b11, μέγα δ. βροτοῖς ref. la salud, Isyll.1.57, θεόπεμπτά τινα δωρήματα Longin.34.4, τὰ θεῖα δωρήματα D.P.Au.1.18, πᾶσιν γὰρ ὁ θεὸς δίδοσθαι θέλει ἐκ τῶν ἰδίων δωρημάτων Herm.Mand.2.4, cf. I.AI 4.318, Ep.Iac.1.17, Ep.Rom.5.16, Cat.Ps.118 Pal.144a.5, Leont.Byz.M.86.1301A.
German (Pape)
[Seite 695] τό, das Geschenk, Tragg., τινί, Aesch. Pers. 520; τὰ σὰ Ἡρακλεῖ δωρήματα, an den H., Soph. Tr. 668; vgl. Ar. Nubb. 305. In Prosa seltener, Xen. Hier. 8, 4; Arist. Eth. N. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
δώρημα: τό, τὸ διδόμενον, δῶρον, Ἡρόδ. 7. 38, καὶ Τραγ.· μετὰ δοτ. προσ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 523, Εὐμ. 402, Σοφ. Τρ. 668. -Σπάνιον ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὡς Ξεν. Ἱέρ. 8. 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 don, présent;
2 avantage.
Étymologie: δωρέω.
English (Strong)
from δωρέομαι; a bestowment: gift.
English (Thayer)
δωρηματος, τό (δωρέομαι); a gift, bounty benefaction; Sophocles, Xenophon, others) (Cf. δόμα, at the end.)
Greek Monolingual
το (AM δώρημα)
το αντικείμενο της δωρεάς, το δώρο.
Greek Monotonic
δώρημα: -ατος, τό, αυτό το οποίο προσφέρεται, δώρο, χάρισμα, σε Ηρόδ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
δώρημα: ατος τό Trag., Arph., Xen., Arst. = δῶρον 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δώρημα -ατος, τό [δωρέω] gift, geschenk; met dat. aan iem.
Middle Liddell
δώρημα, ατος, τό,
that which is given, a gift, present, Hdt., Trag. [from δωρέω
Chinese
原文音譯:dèrhma 多雷馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:給 湧出(果效)
字義溯源:贈與,白白的賜給,不當得的賜給,恩賜,賞賜;源自(δωρέομαι)=賜給);而 (δωρέομαι)出自(δῶρον)*=禮物)。參讀 (δόμα)同義字
出現次數:總共(2);羅(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 賞賜(1) 雅1:17;
2) 恩賜(1) 羅5:16