κλαυστικός

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυστικός Medium diacritics: κλαυστικός Low diacritics: κλαυστικός Capitals: ΚΛΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: klaustikós Transliteration B: klaustikos Transliteration C: klafstikos Beta Code: klaustiko/s

English (LSJ)

κλαυστική, κλαυστικόν, given to mourning. Adv. κλαυστικῶς, ἔχειν Apollon. Lex. s.v. ὀψείοντες.

German (Pape)

[Seite 1446] zum Weinen geneigt, weinerlich, καὶ πενθητικός Schol. Ar. Th. 1056; – κλαυστικῶς ἔχειν, Erkl. von κλαυσείω, Apoll. L. H. v. ὀψείοντες.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπῶς ἔχων πρὸς τὸ κλαίειν, «κλαψιάρης», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1056. Ἐπίρρ. κλαυστικῶς ἔχειν Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. ὀψείοντες.

Greek Monolingual

κλαυστικός, -ή, -όν (Α) κλαυστός
επιρρεπής στα κλάματα, κλαψιάρης.
επίρρ...
κλαυστικῶς (Α)
φρ. «κλαυστικῶς ἔχω» — επιθυμώ να κλάψω.