ξηραλοιφέω

From LSJ
Revision as of 22:57, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρᾰλοιφέω Medium diacritics: ξηραλοιφέω Low diacritics: ξηραλοιφέω Capitals: ΞΗΡΑΛΟΙΦΕΩ
Transliteration A: xēraloiphéō Transliteration B: xēraloipheō Transliteration C: ksiraloifeo Beta Code: chraloife/w

English (LSJ)

(ἀλείφω) rub dry with oil, of wrestlers, LexSolonis ap.Plu.Sol.I (cf. Aeschin.1.138), S.Fr.494, Plu.2.152d, Philostr. Gym.58, D.C.77.11; opp. χυτλοῦσθαι, Gal.11.532.

German (Pape)

[Seite 279] eigtl. trocken salben, ein Ausdruck aus der Kunstsprache der Ringer, vom Einreiben des Leibes mit Oel ohne Wasser, welches vor dem Anfange der Leibesübungen geschah, um die Glieder geschmeidig zu machen, Soph. frg. 437; vgl. VLL., bes. Harpocr.; Aesch. 1, 138 führt ein Gesetz an δοῦλον μὴ γυμνάζεσθαι μηδὲ ξηραλοιφεῖν ἐν ταῖς παλαίστραις; vgl. Plut. Sol. 1; Luc. Lexiphan. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se frotter d'huile à sec (càd sans s'être baigné) comme les athlètes.
Étymologie: ξηρός, ἀλοιφή.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρᾰλοιφέω: (ἀλείφω) κυρίως ἀλείφω ἁπλῶς δι’ ἐλαίου, ἤτοι μόνον δι’ ἐλαίου, τεχνικὸς ὅρος παρὰ τοῖς παλαισταῖς, οἵτινες ἠλείφοντο δι’ ἐλαίου χωρὶς νὰ λουσθῶσιν, ὅπως καταστήσωσι τὰ μέλη των μαλακά, Νόμοι Σόλωνος ἐν Πλουτ. Σόλ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 437, Αἰσχίν. 19. 25· ἐντεῦθεν, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐσήμαινε τὸ ἀσχολεῖσθαι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Πλούτ. 2. 152D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· - κατὰ τὸν Γαλην. 13. 55, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐγίνετο διὰ μόνου ἐλαίου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ χυτλοῦσθαι, ὅπερ ἐσήμαινεν ἀλείφεσθαι δι’ ἐλαίου μεμιγμένου μεθ’ ὕδατος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274, 282.

Greek Monotonic

ξηρᾰλοιφέω: (ἀλείφω), κυρίως αλείφω στεγνή επιδερμίδα με λάδι, χωρίς να έχει προηγηθεί η χρήση λουτρού, προκειμένου να μαλακώσουν τα μέλη του σώματος· τεχνικός όρος των παλαιστών, σε Νόμ. παρά Πλουτ., σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ξηραλοιφέω: натираться маслом насухо (без бани, как было принято у атлетов) Soph., Aeschin.: τὸ ξ. Plut. гимнастические упражнения.

Middle Liddell

ξηρ-ᾰλοιφέω, ἀλείφω
properly to rub dry with oil, without the use of the bath, Lex ap. Plut., Aeschin.