ἐνθλίβω
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
[ῑ], press in, Nic.Al.454, Aret.SA1.9, Gal.UP5.15, S.E. P.3.68:—Pass., Arist.HA599b20, Pr.927a25; ἄνθρωποι ἐντεθλιμμένοι τὴν ῥῖνα Peripl.M.Rubr.62.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ῑ]
I 1exprimir, δήποτε δ' ἢ ῥοδέοιο ... θύος εὔτριχι λήνει ... ἠὲ καὶ ἰρινόεν ... ἐνθλίβοις que alguna vez exprimas con un denso vellón aceite de rosa o de iris Nic.Al.454, en v. pas. τὸν βότρυν τὸν ταῖς ληνοῖς ἐνθλιβόμενον Gr.Nyss.Hom.in Cant.120.5.
2 aplastar τὴν κεφαλήν de un feto equino Hippiatr.14.11
•presionar hacia dentro, comprimir, deprimir en v. pas. πτερύγια ἐντεθλιμμένα (tienen) las aletas deprimidas dicho de los atunes tras el invierno, Arist.HA 599b20, de granos de trigo por el cascabillo, Arist.Pr.927a25
•achatar en v. pas. c. ac. de rel. γένος ἀνθρώπων ἐντεθλιμμένων τὴν ῥῖνα Peripl.M.Rubri 62.
3 imprimir, estampar τοὺς οἰκείους ἡμῖν χαρακτῆρας Cyr.Al.M.73.245B.
4 medic. presionar, forzar ἐὰν βίᾳ τις τὸ κλύσμα ἐνθλίβων Mnesith.Ath.51.34.
II intr., cien.
1 ejercer presión hacia abajo en teorías sobre el movimiento, S.E.P.3.68.
2 presionar, comprimir, ejercer presión sobre c. dat. τῆς μὲν κοιλίας ἐνθλίβειν ταῖς φλεψὶ δυναμένης Gal.2.76, ἢν τοῖσι παρισθμίοισι ἐνθλίβωσι Aret.SA 1.9.5, c. prep. εἰς ... τὸν στόμαχον Gal.3.398.
German (Pape)
[Seite 842] eindrücken, Nic. Al. 453. 547.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθλίβω: ῑ: μέλλ. -ίψω, πιέζω ἐντός, Νικ. Ἀλεξιφ. 454, 547: - Παθ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 5, Προβλ. 21, 3.
Greek Monolingual
(AM ἐνθλίβω) θλίβω
πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώ
μσν.
1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.)
2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι
αρχ.
παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῖς ληνοῖς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ. Νύσσ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐνθλίβω: (ῑ) вдавливать (τὸ μαλακὸν ἐνθλίβεται Arst.): πτερύγια ἐντεθλιμμένα Arst. плотно прижатые крылья.