ἐπίμεσος

From LSJ
Revision as of 19:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμεσος Medium diacritics: ἐπίμεσος Low diacritics: επίμεσος Capitals: ΕΠΙΜΕΣΟΣ
Transliteration A: epímesos Transliteration B: epimesos Transliteration C: epimesos Beta Code: e)pi/mesos

English (LSJ)

ον, middle, ἡλικία AB108; ῥῆμα ἐ. a middle verb, Gloss.

German (Pape)

[Seite 962] in der Mitte, ῥῆμα, verbum medium, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμεσος: грам. средний: ῥῆμα ἐπίμεσον (лат. verbum medium) глагол среднего залога.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμεσος: -ον, μέσος, «μεσόκοπον: ἀρρενικῶς, τὸ ἐπιμέσου ἡλικίας, Κρατῖνος» Α. Β. 108. 24· ἐν τῇ γραμμ. ἐπίμεσον ῥῆμα τὸ μέσως ἢ παθητικῶς σχηματιζόμενον καὶ μηδέποτε ἐνεργητικῶς, καὶ σημαῖνον εἴτε ἐνέργειαν μόνον καὶ οὐχὶ πάθος, εἴτε πάθος μόνον καὶ οὐχὶ ἐνέργειαν, οἷον χρῶμαι τεκμαίρομαι, δέομαι, ἡττῶμαι, ὀδύρομαι, κ.τ.τ., πρβλ. ἀποθετικὸς ΙΙ.

Greek Monolingual

η (Α ἐπίμεσος, -ον) μέσος
νεοελλ.
η μεσοκάθετος
αρχ.
1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος
2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» — τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος μόνο (και όχι ενέργεια)
χρῶμαι, δέομαι, ήττῶμαι, οδύρομαι κ.λπ.