ἐπικατασκάπτω
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
destroy, τῇ καλαύροπι τὸ σπήλαιον D.H.1.39; throw down upon, ἔτι ζῶντος τὴν γῆν Id.4.48; τὴν πόλιν τισί J.AJ13.13.3; destroy as well, App.Ill.8, al.
German (Pape)
[Seite 946] durch Untergraben zusammenstürzen machen, τί τινι, D. Hal. 1, 39.
Greek Monolingual
ἐπικατασκάπτω (Α)
1. κατεδαφίζω, καταστρέφω
2. καταστρέφω επίσης
3. ρίχνω κάτι, γκρεμίζω κάτι πάνω σε κάποιον («ἐπισκάπτειν ἔτι ζῶντος τὴν γῆν», Δίον. Αλ.).