ἑλειοβάτης

From LSJ
Revision as of 16:17, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλειοβάτης Medium diacritics: ἑλειοβάτης Low diacritics: ελειοβάτης Capitals: ΕΛΕΙΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: heleiobátēs Transliteration B: heleiobatēs Transliteration C: eleiovatis Beta Code: e(leioba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, walking the marsh, marsh-dwelling, A.Pers. 39 (anap.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
que recorre el pantano, que surca la marisma ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano prob. del Delta del Nilo, A.Pers.39.

German (Pape)

[Seite 794] ὁ, sumpfdurchschreitend, Sumpfbewohner, Aesch. Pers. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλειοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ πλῆθος, «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον ἕλος οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· ἑλώδης γὰρ ἡ Αἴγυπτος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui fréquente les marécages.
Étymologie: ἕλειος, βαίνω.

Greek Monolingual

ἑλειοβάτης και ἑλειβάτης, ο (Α)
1. αυτός που περπατάει μέσα στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη περιοχή
2. «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου.

Russian (Dvoretsky)

ἑλειοβάτης: ходящий по болотам, т. е. обитающий в болотных низинах (Египта) (ναῶν ἐρέται Aesch.).

Middle Liddell

ἑλειο-βᾰ́της, ου, βαίνω
walking the marsh, marsh-dwelling, Aesch.