ἀμφινοέω

From LSJ
Revision as of 12:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφινοέω Medium diacritics: ἀμφινοέω Low diacritics: αμφινοέω Capitals: ΑΜΦΙΝΟΕΩ
Transliteration A: amphinoéō Transliteration B: amphinoeō Transliteration C: amfinoeo Beta Code: a)mfinoe/w

English (LSJ)

think both ways, be in doubt, ἀμφινοῶ τόδε, πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω S.Ant.376.

Spanish (DGE)

estar en suspenso, dudar ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ τόδε ante este prodigio divino mi mente queda perpleja S.Ant.376.

German (Pape)

[Seite 141] von zwei Seiten überlegen, zweifelhaft sein, εἰς δαιμόνιον τέρας, über das Wunderzeichen, Soph. Ant. 372.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινοέω: ἀπορῶ ἂν πρέπει νὰ πιστεύσω τι, ἐξίσταμαι, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ τόδε. πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω...; Σοφ. Ἀντ. 376.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être dans le doute, εἴς τι sur qch.
Étymologie: ἀμφί, νοέω.

Greek Monotonic

ἀμφινοέω: μέλ. -ήσω, σκέφτομαι με δύο τρόπους, βρίσκομαι σε διχογνωμία, σε αμφιβολία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινοέω: сомневаться, колебаться: ἀ. ἔς τι Soph. быть в недоумении относительно чего-л.

Middle Liddell


to think both ways, be in doubt, Soph.