ἀναβαθμός
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
English (LSJ)
ὁ, flight of steps, stair, Hdt.2.125, Arist.Oec.1347a5, D.C.65.21; δι' ἀναβαθμῶν by degrees, Ph.2.557.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): poét. ἀμβαθμός Nic.Th.283, v. tb. ἀναβασμός
I 1escalón frec. en plu. escaleras, escalinata Hdt.2.125, ἀναβαθμὸν ἐξ Ἀΐδαο δόμων ép. en Sch.Er.Il.13.589 (Scythin.?), cf. Arist.Oec.1347a5, D.C.Epit.7.9.16, Ael.NA 6.61, LXX 3Re.10.19, I.AI 8.140, Act.Ap.21.35, PSI 546.3
•medic. en la utilización de escaleras de mano como aparato de reducción, Apollon.Cit.1.5.
2 fig. δι' ἀναβαθμῶν por grados Ph.2.557.
II ladera, pendiente κατ' ἀμβαθμοὺς πετρώδεας Nic.Th.283.
III en plu. salmos graduales e.d. cantos de poca extensión entonados al comienzo del domingo, divididos en tres o cuatro antífonas, en el libro de los Salmos, LXX Ps.119-133, aparece el epígrafe ᾠδὴ τῶν ἀναβαθμῶν
•en gener. Hymn.(AGC p.53).
German (Pape)
[Seite 179] ὁ, dass., Her. 1, 125; Ael. H. A. 6, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβαθμός: ὁ, κλῖμαξ, βαθμός, Ἡροδ. 2. 125, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 5. 1, Δίων Κ. 65. 21· «τοὺς δὲ ἀναβαθμοὺς (εἴποις ἂν) καὶ βάθρα καὶ ἕδρας καὶ ἑδώλια» Πολυδ. Δ. 121· «ἀναβαθμοί, ἀναβάσεις» Σουΐδ. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ οἱ ἀναβαθμοὶ εἶναι διάφορα ἀντιφωνικὰ τροπάρια· πᾶς ἦχος ἔχει τοὺς ἀναβαθμοὺς αὑτοῦ· οἱ ἀναβαθμοὶ διαιροῦνται εἰς τρία μέρη, ἅτινα καλοῦνται ἀντίφωνα.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
degré, marche.
Étymologie: ἀναβαίνω.
English (Strong)
from ἀναβαίνω (compare βαθμός); a stairway: stairs.
English (Thayer)
(οῦ, ὁ (βαθμός, and this from βαίνω);
1. an ascent.
2. a means of going up, a flight of steps, a stair: Lob. ad Phryn., p. 324 f
Greek Monolingual
ο (Α ἀναβαθμὸς) ἀναβαίνω
σκάλα, σκαλοπάτι
μσν.
αντιφωνικό τροπάριο
αρχ.
κινητή, φορητή σκάλα.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβαθμός: ὁ ступень(ка) Arst.: ἀναβαθμῶν τρόπον Her. наподобие ступенек, уступами.
Chinese
原文音譯:¢nabaqmÒj 安那-巴特摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向上-步
字義溯源:樓梯,台階,上升;源自(ἀναβαίνω)=上去);由(ἀνά)*=上)與(βάσις)=腳步)組成,而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 臺階(2) 徒21:35; 徒21:40