ἀντασπάζομαι
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
welcome, greet in turn, X.Cyr.1.3.3; return greeting, Hierocl.Facet.7; receive kindly, X.Cyr.5.5.42, Pl.Com.12D., Plu.Tim.38.
Spanish (DGE)
saludar a su vez, devolver el saludo αὐτόν X.Cyr.1.3.3, ἀντ' αὐτοῦ τοὺς προσαγορεύοντας Hierocl.Facet.7, αὐτήν Herm.Vis.4.2.2
•abs. Plu.Tim.38, cj. en ZPE 7.1971.164a, A.Al.8.2.34
•corresponder con muestras de afecto αὐτούς X.Cyr.5.5.42, cf. Pl.Com.12D.
German (Pape)
[Seite 245] dep. med., dagegen, gegenseitig umarmen, Xen. Cyr. 1, 3, 3; wieder gütig aufnehmen, 5, 5, 42; sich gegenseitig lieben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντασπάζομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀσπάζομαι καὶ ἐγώ, ἀνταποδίδω φιλοφροσύνην, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3: - περιποιοῦμαι φιλοφρόνως, ὁ αὐτ. 5. 5, 42: ἐντεῦθεν ἀντασπασμός, ὁ, ἀμοιβαῖος ἀσπασμός, χαιρετισμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 572Ε.
French (Bailly abrégé)
embrasser à son tour, accueillir à son tour amicalement.
Étymologie: ἀντί, ἀσπάζομαι.
Greek Monolingual
ἀντασπάζομαι (Α)
1. ανταποδίδω ασπασμό, χαιρετισμό
2. συμπεριφέρομαι με φιλοφροσύνη σε κάποιον.
Greek Monotonic
ἀντασπάζομαι: μέλ. -ασομαι, αποθ., καλωσορίζω ή χαιρετίζω ως ανταπόδοση, σε Ξεν.· αποδέχομαι ευγενικά, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντασπάζομαι: обнимать в свою очередь; встречать с распростертыми объятьями, радушно принимать или приветствовать (τινα Xen.; τοὺς ἀσπασαμένους Plut.).
Middle Liddell
Dep. to welcome or greet in turn, Xen.; to receive kindly, Xen.