ὁμόχρονος

From LSJ
Revision as of 17:56, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόχρονος Medium diacritics: ὁμόχρονος Low diacritics: ομόχρονος Capitals: ΟΜΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: homóchronos Transliteration B: homochronos Transliteration C: omochronos Beta Code: o(mo/xronos

English (LSJ)

ον, contemporaneous, Them.Or.9.128a.

German (Pape)

[Seite 342] gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contemporain.
Étymologie: ὁμός, χρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, Θεμίστ. 128Α. Ἐπίρρ. -νως, Ἰω. Κλίμακ. σ. 132.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόχρονος, -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)
αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος
νεοελλ.
1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο
2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα»
βιολ. κατά τον Δαρβίνο, μορφή κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς κατά την ηλικία που εμφανίστηκαν και στους προγόνους
αρχ.
συνομήλικος, συνηλικιώτης, σύγχρονος.
επίρρ...
ομοχρόνως και ομόχρονα (ΑΜ ὁμοχρόνως)
ταυτοχρόνως, συγχρόνως, κατά την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + χρόνος (πρβλ. ισό-χρονος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homochronous].

Greek Monotonic

ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, ταυτόχρονος.

Middle Liddell

ὁμό-χρονος, ον,
contemporaneous.