ὑψόσε

From LSJ
Revision as of 18:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψόσε Medium diacritics: ὑψόσε Low diacritics: υψόσε Capitals: ΥΨΟΣΕ
Transliteration A: hypsóse Transliteration B: hypsose Transliteration C: ypsose Beta Code: u(yo/se

English (LSJ)

Adv. of motion, aloft, on high, ὑψόσ' ἀείρας Il.10.465, Od. 9.240; ὑψόσ' ἀνέσχεθε χειρί Il.10.461; ὑ. δ' αὐγὴ γίγνεται ἀΐσσουσα 18.211; τοῦ δ' ὑ. γούνατ' ἐπήδα 21.302, cf. 324; ὑ. δ' ἄχνη σκίδναται 11.307, cf. Od.12.238; κίονες ὑ. ἔχοντες high reaching, 19.38. The two editions by Aristarchus gave ὑψόσε and ὑψοῦ respectively in Il. 10.465, 505, cf. Od.12.249.

French (Bailly abrégé)

adv.
en haut.
Étymologie: ὕψος, -σε.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψόσε: Ἐπίρρ. κινήσεως εἰς τόπον, πρὸς τὰ ὕψη, πρὸς τὰ ἄνω, ὑψηλά, ἀείρειν, ἀνασχεῖν Ἰλ. Κ. 461, 465, Ὀδ. Ι. 240, κ. ἀλλ.· ἀΐσσειν, πηδᾶν, θύειν Ἰλ. Σ. 211., Φ. 302, 324· σκίδνασθαι, πίπτειν Λ. 307, Ὀδ. Μ. 238· ὑψ. ἔχοντες, εἰς ὕψος ἐκτεινόμενοι, φθάνοντες, Τ. 38. Εἶνε πολλάκις ἀμφίβολον ἂν ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶνε ὑψόσεὑψοῦ, ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372.

English (Autenrieth)

upward, aloft.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς τα πάνω, ψηλά («καὶ τά γ' Ἀθηναίη ληΐτιδι δῑος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ' ἀνέσχεσθε χειρί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-σε (πρβλ. ἀγχ-ό-σε, τηλ-ό-σε)].

Greek Monotonic

ὑψόσε: επίρρ. κίνησης, προς τα ύψη, προς τα πάνω, ψηλά, σε Όμηρ.· ὑψόσ' ἔχοντες, αυτοί που εκτείνονται σε ύψος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψόσε: adv. ввысь, вверх (ἀείρειν, πηδᾶν Hom.): κίονες ὑ. ἔχοντες Hom. уходящие ввысь колонны.

Middle Liddell

[adverb of motion
aloft, on high, up high, Hom.; ὑψόσ' ἔχοντες high reaching, Il.