ἀπόλουσις
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
εως, ἡ, ablution, Pl.Cra.405b, Sor.1.83.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ ablución Pl.Cra.405b, Sor.60.29.
German (Pape)
[Seite 313] ἡ, das Abwaschen, Plat. Crat. 405 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλουσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπολούειν, Πλάτ. Κρατ. 405Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 118: ― ὡσαύτως -λουσμός, ὁ, Θεοδώρητ. τ. 2, σ. 401.
Greek Monolingual
ἀπόλουσις, η (AM) απολούω
μσν.
λουτρό στο οποίο υποβάλλονταν οι χριστιανοί επτά ημέρες μετά το βάπτισμα
αρχ.
πλύση του σώματος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόλουσις: εως ἡ смывание, омовение Plat.